Чхання στα ελληνικά
Μετάφραση: чхання, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βήχω, φταρνίζομαι, βήχας, φτάρνισμα, φτερνίζεστε, φτερνιστεί, φτερνίζονται, φταρνίζεστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- висвітлення στα ελληνικά - κάλυψη, φωτισμός, φωτισμό, φωτισμού, το φωτισμό, φως
- вощений στα ελληνικά - τρόπος, κερωμένο, κερωμένη, waxed, κηρωμένο, κερωμένα
- втілення στα ελληνικά - δημιουργία, ενσάρκωση, ενσάρκωσης, ενσάρκωσή, την ενσάρκωση, σάρκωση
- королівський στα ελληνικά - ηγεμονικός, βασιλικός, Royal, βασιλικό, βασιλική, βασιλικής
Τυχαίες λέξεις
Чхання στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βήχω, φταρνίζομαι, βήχας, φτάρνισμα, φτερνίζεστε, φτερνιστεί, φτερνίζονται, φταρνίζεστε
Μεταφράσεις: βήχω, φταρνίζομαι, βήχας, φτάρνισμα, φτερνίζεστε, φτερνιστεί, φτερνίζονται, φταρνίζεστε