Λέξη: σωρός

Σχετικές λέξεις: σωρός

σωρός ελαχίστου, σωρός ή σορός, σωρός σύμπλεγμα των εχινάδων, σωρός μαρούσι, σωρός heap, σωρός τάσσου παπαδόπουλου, σωρός εχινάδων, σωρός αντίπαρος, σορός τάσσου παπαδόπουλου, σωρός ασλάνη

Συνώνυμα: σωρός

καλλιέργεια, συγκομιδή, σοδειά, εσοδεία, κοντό κούρεμα, σωρεία, μάζα, θεία λειτουργία, όγκος, σύνολο, λειτουργία, στοίβα, στοιβάδα, πυρά, οικοδομή, πάσσαλος, θημωνιά, ρεύμα, τάση, θησαυρός, απόθεμα, αποθησαυρισμός, αβαθές ύδωρ, ύφαλος, πλήθος, τέναγος, καπνοδόχος, σύμπλεγμα, συστάδα, συγκρότημα, σμήνος, άθροισμα, τύμβος, λοφίσκος, συλλογή, είσπραξη, έρανος

Μεταφράσεις: σωρός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stack, pile, heap, clutter, pile of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
montón, pila, pelo, cúmulo, la pila, pila de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
meiler, rauchabzugsrohr, stapel, menge, pfahl, atomreaktor, atommeiler, masse, haufen, schornstein, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pilotis, poteau, empiler, abattis, pile, poils, meule, tripotée, tas, poil, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cumulo, pelo, mucchio, ciminiera, catasta, ammasso, palo, pila, pile
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ruma, pique, acervo, pilha, multidão, estável, montão, chusma, lúcio, estábulo, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
menigte, buis, schare, troep, hoop, ophopen, tas, hooiopper, accumuleren, opeenhopen, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скирд, труба, стопка, скопиться, устой, нагромождать, куча, накопить, накапливание, столбик, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hop, haug, bunke, dynge, påle, hoper, haugen, bunken
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stapel, påle, trave, hop, stack, lugg, högen, stapeln, pålen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kasa, latoa, paalu, läjä, tapuli, paljon, mättää, pino, pinkka, poistoputki, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dynge, bunke, bunken, stabel, luv, stak
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sloup, hranice, článek, blok, chlup, hromada, kupa, množství, stoh, spousta, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kupa, sierść, pałować, sztaplować, kopa, bróg, blok, stóg, stos, ułożyć, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
máglya, épületcsoport, boglya, kazal, halmozás, asztag, kéménysor, halom, bolyhos, rakás, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yığın, küme, kazık, hav, havlı, kadife
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сардина, складатися, стік, книгосховище, складатись, стек, купа, куча
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tog, grumbull, turrë, pirg, stivoj, bina
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
комин, купчина, куп, купчината, купчинка, пиле
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
куча
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vai, virn, kuhi, hakk, kuhjuma, vaia, kuhja, hunnik, hunniku
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svežanj, knjižnica, dimnjak, stog, nagomilati, naslaga, gomilati, trpati, hrpa, gomila, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrúga, stafli, hrannast, haug, Pile, búnt
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
turba
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rietuvė, šūsnis, krūva, polių, krūvelė, šereliai, kalnas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grēda, kaudze, pālis, pāļu, kaudzi, pile
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
купот, купче, куп, наколни, колец
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pilon, morman, teanc, gramada, grămadă, bataj
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kupa, vložit, pile, kup, kupček, zagatnica, pilotov
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
halda, hromada, zásobník, kopa, zhromaždenie, schôdza, zhromaždenia
Τυχαίες λέξεις