Βήχω στα ουκρανικά

Μετάφραση: βήχω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чхати, чхання, кашель, кашляти
Βήχω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βήχω

γιατί βήχω, βήχω στα αγγλικά, βήχω και ξεροβήχω, βήχω όταν ξαπλώνω, βήχω στα γαλλικα, βήχω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βήχω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • βήμα στα ουκρανικά - простувати, ходе, прямувати, шаг, алюр, спаровування, хода, ...
  • βήχας στα ουκρανικά - чхати, кашель, чхання, кашляти
  • βία στα ουκρανικά - поліція, порушники, сила, примусити, насилувати, примушувати, насильство, ...
  • βίαιος στα ουκρανικά - сили, підігрітий, нагрітий, гарячий, палкий, сильний, невеликий, ...
Τυχαίες λέξεις
Βήχω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: чхати, чхання, кашель, кашляти