Шалено στα ελληνικά
Μετάφραση: шалено, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λύσσα, μανία, οργή, εξαγριωμένα, με μανία, με λύσσα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- десяток στα ελληνικά - δεκαετία, δέκα, από δέκα, δεκάδα
- домовленість στα ελληνικά - συμφωνία, σύμφωνο, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για
- з'єднувач στα ελληνικά - σύνδεσμος, υποδοχή, συνδετήρα, συνδετήρας, βύσμα
- заходити στα ελληνικά - κρυφοκοιτάζω, πηγαίνω, πάω, πάει, πάτε, πηγαίνετε
Τυχαίες λέξεις
Шалено στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λύσσα, μανία, οργή, εξαγριωμένα, με μανία, με λύσσα
Μεταφράσεις: λύσσα, μανία, οργή, εξαγριωμένα, με μανία, με λύσσα