Шашка στα ελληνικά
Μετάφραση: шашка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξίφος, βύθισμα, σπάθα, σπαθί, πούλι, Checker, ελεγκτή, ελεγκτής, τετραγώνου σκακιέρας
Μεταφράσεις
- безпристрасність στα ελληνικά - απάθεια
- близькість στα ελληνικά - ομόνοια, παραγγελιοδόχος, αισχρός, φαύλος, εξευμενίζω, εγγύτητα, εγγύτητας, ...
- гармоніювати στα ελληνικά - εναρμονίζω, εναρμόνιση, την εναρμόνιση, εναρμονίσει, εναρμόνιση των, εναρμονιστούν
- дзеркало στα ελληνικά - καθρέπτης, καθρέφτη, καθρέπτη, καθρέφτης, κάτοπτρο
Τυχαίες λέξεις
Шашка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξίφος, βύθισμα, σπάθα, σπαθί, πούλι, Checker, ελεγκτή, ελεγκτής, τετραγώνου σκακιέρας
Μεταφράσεις: ξίφος, βύθισμα, σπάθα, σπαθί, πούλι, Checker, ελεγκτή, ελεγκτής, τετραγώνου σκακιέρας