Шов στα ελληνικά

Μετάφραση: шов, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ράβω, ραφή, ραφής, ραφών, της ραφής, αρμό
Шов στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вагітна στα ελληνικά - έγκυος, έγκυες, εγκύων, εγκύους, εγκύου
  • дросель στα ελληνικά - στραγγαλίζω, φλομώνω, βαλβίδα, πεταλούδας, γκαζιού, γκάζι, της πεταλούδας
  • коноплі στα ελληνικά - κάνναβις, κάνναβη, της κάνναβης, την κάνναβη, κάνναβης που
  • крила στα ελληνικά - φτερό, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο
Τυχαίες λέξεις
Шов στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ράβω, ραφή, ραφής, ραφών, της ραφής, αρμό