Шов στα ελληνικά
Μετάφραση: шов, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ράβω, ραφή, ραφής, ραφών, της ραφής, αρμό
![Шов στα ελληνικά Шов στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-21567.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вагітна στα ελληνικά - έγκυος, έγκυες, εγκύων, εγκύους, εγκύου
- дросель στα ελληνικά - στραγγαλίζω, φλομώνω, βαλβίδα, πεταλούδας, γκαζιού, γκάζι, της πεταλούδας
- коноплі στα ελληνικά - κάνναβις, κάνναβη, της κάνναβης, την κάνναβη, κάνναβης που
- крила στα ελληνικά - φτερό, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο
Τυχαίες λέξεις
Шов στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ράβω, ραφή, ραφής, ραφών, της ραφής, αρμό
Μεταφράσεις: ράβω, ραφή, ραφής, ραφών, της ραφής, αρμό