Λέξη: σατιρίζω

Μεταφράσεις: σατιρίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lampoon, satirizes, satirize, satirizing, lampoons, satirized
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
libelo, panfleto, satiriza
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
parodie, pamphlet, persifliert, verspottet
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parodie, pamphlet, diatribe, libelle, ridiculiser, satire, la satire, satire de, fait la satire, la satire de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
libello, satira, satireggia, ironizza, una satira
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
satiriza
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hekelt, satire, satirizes, satire op
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пасквиль, памфлет, высмеивает, сатирически, высмеивается
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
satirizes
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
satirizes
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
satirizes
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
satirizes
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pamflet, zesměšnit, hanopis, satirizuje, satirizoval
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
paszkwil, pamflet, satirizes
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
satirizes
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hicveder
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ліхтарник, висміює
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
satirizon
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
осмива
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
высмейвае, высьмейвае, смяецца
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pilkelugu, satirizes
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
satirizes
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
satirizes
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
parodija, išjuokiama
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
parodija, satirizes
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сатиричен, сатиричен начин, на сатиричен, на сатиричен начин, сатиричен начин ги
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
parodie, satirizeaza, satirizează
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
satirizes
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
paródie, satirizuje
Τυχαίες λέξεις