Штовхнути στα ελληνικά

Μετάφραση: штовхнути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωμένος, σπρώχνω, μπήγω, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
Штовхнути στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • водянистий στα ελληνικά - υδαρής, υδαρή, υδαρές, υδατώδη, υδατώδες
  • голубка στα ελληνικά - περιστέρι, πάπια, πάπιας, παπιών, πάπιες, duck
  • заздрісний στα ελληνικά - ζηλόφθονος, ζηλιάρης, ζηλότυπος, ζηλεύει, ζηλέψει, ζηλεύουν
  • матрац στα ελληνικά - πιτσούνι, περιστεράκι, στρώμα, στρώματος, το στρώμα, στρώματα, στρωμάτων
Τυχαίες λέξεις
Штовхнути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωμένος, σπρώχνω, μπήγω, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης