Штрафувати στα ελληνικά

Μετάφραση: штрафувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποτιμώ, εκτιμώ, πρόστιμο, προστίμου, λεπτή, ωραία, λεπτό
Штрафувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • горбистий στα ελληνικά - λοφώδης, banky, Μπάνκι
  • громада στα ελληνικά - κοινόβιο, κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, κοινωνία
  • дубити στα ελληνικά - φλοιός, μαυρίζω, μαύρισμα, βυρσοδεψώ, καφετί, tan, αχυρόχρωμο, ...
  • жування στα ελληνικά - κοσμικός, τετριμμένος, μάσηση, μάσησης, τη μάσηση, της μάσησης
Τυχαίες λέξεις
Штрафувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποτιμώ, εκτιμώ, πρόστιμο, προστίμου, λεπτή, ωραία, λεπτό