Штукатурка στα ελληνικά
Μετάφραση: штукатурка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαστικός, γύψος, σοβάς, γύψο, σοβά, γύψου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дошкуляти στα ελληνικά - τριβελίζω, ενοχλώ, βασανίζω, άσκηση συνεχούς, ταλαιπωρούν, παιδεύω
- дрібнота στα ελληνικά - ελάσσων, ασήμαντος, μικρός, υπεξούσιος, μαρίδα, τηγανίζουμε, γόνου, ...
- застоюватися στα ελληνικά - λιμνάζει, στάσιμη, στασιμότητα, παραμείνει στάσιμη, στασιμότητας
- злодійської στα ελληνικά - κλοπή, κλέφτες, τους κλέφτες, κλεφτών, οι κλέφτες, ληστές
Τυχαίες λέξεις
Штукатурка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαστικός, γύψος, σοβάς, γύψο, σοβά, γύψου
Μεταφράσεις: πλαστικός, γύψος, σοβάς, γύψο, σοβά, γύψου