Λέξη: αλκαλικός

Σχετικές λέξεις: αλκαλικός

αλκαλικός οργανισμός, αλκαλικός χαρακτήρας, αλκαλικός ορισμός

Μεταφράσεις: αλκαλικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alkaline, alkali, an alkaline, alkalinized
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alcalino, alcalina, alcalinas, alcalinos, alcalina de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
alkalisch, alkalischen, alkalische, Alkali, alkalischer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alcalin, alcaline, alcalino, alcalines
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alcalino, alcalina, alcaline, alcalini, alcalina da
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alcalino, alcalina, alcalinas, alcalinos, alcalina de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
alkalisch, alkalische, alkaline, basische, alkalinebatterijen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
щелочной, щелочно, щелочная, щелочные
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
alkalisk, alkaliske, basisk, alkaline
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
alkalisk, alkaliskt, alkaliska, basisk, basiskt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
emäksinen, alkalinen, alkalisen, emäksistä, alkalista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
alkalisk, basisk, alkaliske, alkaline, basiske
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zásaditý, alkalický, alkalických, alkalické, alkalická, kovů alkalických
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
alkaliczny, zasadowy, alkalicznych, alkaliczne, alkaliczna
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lúgos, alkáli, alkalikus, alkálikus
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alkalik, alkalin, alkali, alkalen, alkaline
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лужний, лужної, лужному, лужною, лужного
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
alkali, alkaline, alkalin, alkaline të, bazike
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
алкален, алкална, алкални, алкално, алкалната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шчолачны, шчолачнай, шчолачным, Шчолачныя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
leeliseline, leeliselise, aluselise, aluseline, alkaalse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lužnat, bazičan, alkalni, alkalna, alkalne, zemno, alkalno
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
basískt, alkalískur, alkalískum, alkalísks, basískur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šarminis, šarminės, šarminių, šarminio, šarminė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sārmains, sārmainās, sārma, sārmainā, sārmaina
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
алкална, алкалната, алкален, алкални, алкалните
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alcalin, alcalină, alcaline, alcalino
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
alkalna, alkalno, alkalne, alkalni, alkalnih
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
alkalický, zásaditý, alkalickým prepieraním, alkalickým
Τυχαίες λέξεις