Λέξη: κατσουφιάζω

Συνώνυμα: κατσουφιάζω

συνοφρύουμαι, μικρή ποσότης, σκοτεινιάζω, συνοφρυώνομαι

Μεταφράσεις: κατσουφιάζω

κατσουφιάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scowl, lour, frown

κατσουφιάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
Lour, Lour El

κατσουφιάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lour

κατσουφιάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
renfrognement, lour

κατσουφιάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rabbuiarsi, Lour, aspetto accigliato, accigliarsi, minacciare tempesta

κατσουφιάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
humilhar, Lour, fazer cara feia, ameaçar tempestade

κατσουφιάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dreigend kijken, somber kijken naar, lour, Van je, dreigend er uit zien

κατσουφιάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нахмуриться, кукситься, хмуриться, насупиться, Lour

κατσουφιάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lour

κατσουφιάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lour

κατσουφιάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuijottaa, alempana, lour, ala-, matalampi

κατσουφιάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lour

κατσουφιάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mračení, mračit se, Lour, mračit

κατσουφιάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krzywić, niezadowolenie, skrzywienie, ukośny, grozić, gromadzić się, chmurzyć się, lour

κατσουφιάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elkomorodik, komor tekintet

κατσουφιάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karartmak, lour, kararmak, somurtma, surat asma

κατσουφιάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
насупитися, насуплюватися, супитися, хмуртеся, хмуритися, хмаритися, хмуро

κατσουφιάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hakërrohem, ngrysem, bëhet i errët

κατσουφιάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спускам, блика, спускам се, навеждам, унижавам

κατσουφιάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хмурыцца

κατσουφιάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hukkamõist, lour, Allpool, Madalam

κατσουφιάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mrgođenje, mrko pogledati, mrštiti, mrštiti se, mrko

κατσουφιάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lour

κατσουφιάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
niukti, dunguotis, drumstis, paniurti, Glūnēt

κατσουφιάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
glūnēt, Lour, skatīties caur pieri

κατσουφιάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
спускам

κατσουφιάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
se încrunta, încrunta, nori negri, acoperi cu nori, se înnora

κατσουφιάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zamračení, Mrštiti, Lour

κατσουφιάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mračení, zamračený, zamračení, mračiť, mračit, mračiť sa
Τυχαίες λέξεις