Шукаючи στα ελληνικά

Μετάφραση: шукаючи, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψαχουλεύω, ψάχνετε, αναζητούν, ψάχνει, κοιτάζοντας, ψάχνουν
Шукаючи στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • винахідники στα ελληνικά - εφευρέτες, Οι εφευρέτες, Αντιστροφείς, εφευρετών, εφευρέτες της
  • збут στα ελληνικά - εκπτώσεις, πώληση, την πώληση, πώλησης, προς πώληση, πωλήσεως
  • змонтований στα ελληνικά - τοποθετημένα, τοποθετημένη, τοποθετημένο, τοποθετείται, τοποθετηθεί
  • кришиться στα ελληνικά - κιμάς, θρυμματίζεται, καταρρέει, κλονίζεται, τρίβεται
Τυχαίες λέξεις
Шукаючи στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψαχουλεύω, ψάχνετε, αναζητούν, ψάχνει, κοιτάζοντας, ψάχνουν