Ψαχουλεύω στα ουκρανικά
Μετάφραση: ψαχουλεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шукати, шукаючи, обмацувати, намацайте, він, вона
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψαχουλεύω
ψαχουλεύω στα αγγλικα, ψαχουλεύω συνώνυμα, ψαχουλεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ψαχουλεύω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ψαλμός στα ουκρανικά - підглядання, псалом, Псалми, псалма, Пс
- ψαρόνι στα ουκρανικά - шпак, Скворец, шпака
- ψείρα στα ουκρανικά - загрозливо, лівійський, погрозливо, воша, вошу, вошь
- ψεγάδι στα ουκρανικά - недолік, пляма, зіпсувати, заплямувати, пошкоджувати, брак, ганьбити, ...
Τυχαίες λέξεις
Ψαχουλεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: шукати, шукаючи, обмацувати, намацайте, він, вона
Μεταφράσεις: шукати, шукаючи, обмацувати, намацайте, він, вона