Λέξη: τμήμα
Σχετικές λέξεις: τμήμα
τμήμα πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, τμήμα φιλολογίας απθ, τμήμα ιστορίας και αρχαιολογίας, τμήμα βιολογίας απθ, τμήμα πληροφορικής, τμήμα ψυχολογίας απθ, τμήμα φιλολογίας, τμήμα περιβάλλοντος, τμήμα θεατρικών σπουδών, τμήμα φιλοσοφίας και παιδαγωγικής απθ, αστυνομικό τμήμα, απθ, πανεπιστήμιο κρήτης, εκπα, τμήμα φυσικής, τμήμα φιλοσοφίας, γενικο λογιστηριο, τμήμα δημόσιας διοίκησης, τμήμα θεολογίας
Συνώνυμα: τμήμα
μέρος, τεύχος, κεφάλαιο, κεφάλαιο βιβλίου, τομή, τεμάχιο, διαίρεση, μοίρασια, διχασμός, συνομοταξία, μεταρχία, περίβολος, περιφέρεια, τομέας, βοηθητικό σώμα στρατού, υπηρεσία, διαμέρισμα, κλάδος, υπουργείο, νόμος
Μεταφράσεις: τμήμα
τμήμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
section, segment, part, department, division
τμήμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
segmento, tramo, división, sección, departamento, sección de, la sección, la sección de, apartado
τμήμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
teilabschnitt, segmentieren, abteilung, abschnitt, grabungsschnitt, paragraph, lektion, segment, profil, sektion, trakt, kreisabschnitt, Schnitt, Teil, Sektion, Kapitel
τμήμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
partie, lot, portion, division, tranche, autopsie, rubrique, spécialité, tronçon, section, élément, rayon, fascicule, détachement, domaine, chapitre, article, l'article, la section
τμήμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scompartimento, parte, segmento, taglio, sezione, dipartimento, divisione, tratto, reparto, settore, compartimento, serie, paragrafo, la sezione, capitolo
τμήμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parecer, secção, especialidade, compartimento, secretária, divisão, seção, seção de, secção de, a seção
τμήμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deling, divisie, afdeling, branche, geleding, baanvak, vak, departement, verdeling, tak, legerafdeling, sectie, paragraaf, doorsnede, gedeelte
τμήμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отдел, раздел, дистанция, пересечение, прослойка, параграф, звено, срез, отрезок, подотдел, профиль, отделение, сечение, сегмент, графа, долька, секция, часть, разрез
τμήμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
seksjon, snitt, avsnitt, avdeling, seksjonen, avsnittet, §
τμήμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avdelning, sektion, sektionen, avsnitt, avsnittet
τμήμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jakolasku, jako, jakso, luku, lohko, divisioona, pykälä, lääni, soppi, viilto, osittaa, osasto, jaosto, jakaminen, osa, osiosta, osassa, §
τμήμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afdeling, division, ministerium, departement, deling, sektion, afsnit, afsnittet, punkt, del
τμήμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
paragraf, úseč, průřez, část, sektor, řezání, sekce, oddělení, odstavec, úsek, pitva, oddíl, odbor, dílec, rubrika, obor, sekci
τμήμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
paragraf, oddział, odcinek, segment, kształtownik, rozdział, fragment, sekcja, przekrój, cięcie, sektor, część, profil, podrozdział, punkt, dział
τμήμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hálókocsi-fülke, gerezd, ácsolatszakasz, melléklet, alfaj, profil, elmetszés, szelvény, negyed, keresztszelvény, metszet, részleg, szegmens, hossz-szelvény, rész, szakasz, szakaszban, részben, fejezetben
τμήμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kısım, fasıl, dilim, bölge, bolum, daire, parça, bölüm, şube, bölümü, bölümde
τμήμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перетин, відділ, підрозділяти, параграф, сегмент, розділ, розділу, профіль, розділі, поділ
τμήμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
seksion, pjesë, seksioni, seksionin, seksioni i
τμήμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
секция, сегмент, раздел, вписванията за, част, вписванията за град
τμήμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раздзел, профіль, падзел, частка, частку
τμήμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
segment, lõik, segmenteerima, rubriik, osa, jagu, sektsioonis, jaos
τμήμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odlomak, koluti, odjeljak, profil, rastaviti, dio, sekcija, četvrt, blok, duž, poglavlje, odjeljku
τμήμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kafli, kafla, hluti, hluta, í kafla
τμήμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skyrius, divizija, departamentas, skyriuje, skirsnis, skirsnyje, dalis
τμήμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
segments, ministrija, daiva, departaments, daļa, divīzija, nodaļa, sekcija, sadaļu, sadaļā, sadaļa
τμήμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
секција, дел, оддел, делот, делница
τμήμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
departament, divizie, secțiune, secțiunea, sectiunea, pct, sectiune
τμήμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
segment, oddelek, paragraf, del, odsek, razdelek, poglavje, oddelku
τμήμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úsečka, paragraf, segment, časť, časti
Στατιστικά δημοτικότητας: τμήμα
Τυχαίες λέξεις