Λέξη: χρίσμα
Σχετικές λέξεις: χρίσμα
ακραίες χρίσμα, το χρίσμα, χρίσμα ορισμός, χρίσμα βικιπαιδεια, χρίσμα μυστήριο, βάπτισμα χρίσμα, χρίσμα καθολικών, χρίσμα καθολική εκκλησία
Συνώνυμα: χρίσμα
ευχέλαιο, αλοιφή, υποψηφιότητα, υπόδειξη, ανακήρυξη, αναγόρευση, ανάδειξη υποψήφιου, επιβεβαίωση, βεβαίωση, επικύρωση
Μεταφράσεις: χρίσμα
χρίσμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nomination, unction, anointment, confirmation, anointing
χρίσμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
designación, nombramiento, unción, la unción, unction, uncion, de Funciones
χρίσμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spieler, ernennung, aufstellung, Salbung, ANWENDUNGEN, uNCTION, uNKTION, Ölung
χρίσμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désignation, nomination, investiture, onction, l'onction, d'onction
χρίσμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nomina, unzione, unction, dell'unzione, l'unzione, unzioni
χρίσμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
unção, unction, a unção, fervor
χρίσμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
benoeming, zalving, unction, unctie, de zalving, ziekenzalving
χρίσμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предназначение, кандидатура, назначение, помазание, соборование, -функция, помазанием
χρίσμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nominasjon, salvelse, unction, salvelsen, overgang
χρίσμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smörjelse, Funktion, smörjelsen, salvelse
χρίσμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nimitys, ehdollepano, voitelu, voitelua, voitelun, voide häneltä
χρίσμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Salvelse, sidste olie, salvelsesfuldt, unction, den sidste olie
χρίσμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jmenování, nominace, pomazání, APLIKACE, UNKCE V, UNKCE, unction
χρίσμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
desygnacja, powołanie, nominacja, mianowanie, namaszczenie, is funkcji, unction, UNKCJA, namaszczeniem
χρίσμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kenet, kenetetek, kenete, a kenet, kenőcs
χρίσμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bellenme, merhem, unction, İşlevin, kutsal yağ, sahte yakınlık
χρίσμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
призначання, призначення, номінація, помазання, помазаннє
χρίσμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
epsh, pomadë, vajim, dëshirë e fortë, fërkim
χρίσμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мехлем, неискреност, помазване с елей, мазност, ласкаещи думи
χρίσμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
памазаньне, намашчэнне, памазанне, гэтае намашчэнне, памазання
χρίσμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
soovitamine, esitamine, võidmine, mõnu, võidmise, võidmine sellelt, seosega
χρίσμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postavljanje, predlaganje, melem, miropomazanje
χρίσμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unction
χρίσμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tepalas, patepimas, saldumas, lipšnumas, Namaszczenie
χρίσμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ieziešana, svaidījums, sirsnība, aizrautība, ziede
χρίσμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неискреност, уживање
χρίσμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ipocrizie, ungere, ungerea, ungerii, mir
χρίσμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
imenovani, Melem
χρίσμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pomazanie, pomazania, pomazávanie, na pomazávanie, na pomazanie