Шумовий στα ελληνικά
Μετάφραση: шумовий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θόρυβος, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, το θόρυβο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- держатель στα ελληνικά - κάτοχος, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, δικαιούχου
- дурисвіт στα ελληνικά - βλάκας, κοροϊδεύω, τραπεζίτης, πεύκο, χαζός, απατεώνας, cheater, ...
- клієнтура στα ελληνικά - έθιμο, πελατεία, προστασία, πατρονάρισμα, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, ...
- кумкати στα ελληνικά - κοάζω, γκρινιάζω, croak, κράζω, αποθνήσκω, κρωγμός
Τυχαίες λέξεις
Шумовий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θόρυβος, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, το θόρυβο
Μεταφράσεις: θόρυβος, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, το θόρυβο