Λέξη: κινούμαι
Σχετικές λέξεις: κινούμαι
κινούμαι συνώνυμα, κινούμαι κινείσαι κινείται, ρήμα κινούμαι, κινούμαι συνώνυμο, κινούμαι αόριστος, κινούμαι συγκινούμαι και γίνομαι πολίτησ του κόσμου, κινούμαι παρατατικός, κινούμαι κλίση
Συνώνυμα: κινούμαι
κουνιέμαι, μετακινώ, μετατοπίζω, σειέμαι, κινώ, σαλεύω, κινούμαι ζωηρά, καταβάλλω προσπάθεια, δραστηριοποιούμαι
Μεταφράσεις: κινούμαι
κινούμαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stir, move, budge, bestir, bestir oneself, I move
κινούμαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
revolver, moverse, atizar, ruido, movimiento, remover, traslado, jugada, movida, mover
κινούμαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bewegung, aufregung, gewühl, Bewegung, Umzug, Schritt, Zug, bewegen
κινούμαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
stipulation, bouleversement, mouvement, tumulte, mêler, stimuler, motion, bouger, inciter, émotion, mixtionner, remuer, agiter, émouvoir, brasser, confondre, déménagement, déplacement, déplacer, passage
κινούμαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mescolare, muovere, tumulto, mossa, movimento, spostare, spostamento, passaggio
κινούμαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estipulação, agitar, alvoroço, mudança, jogada, mover, passo, lance
κινούμαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beroering, beweging, ontroeren, bewegen, woeling, troebelen, aangrijpen, onrust, opschudding, agitatie, verhuizing, zet, verplaatsen
κινούμαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кутузка, взболтать, суматоха, размешивать, ворошить, переполох, всколыхнуться, двигать, мешать, ажиотаж, пошевелить, копошиться, всколыхнуть, взбалтывать, размешивание, промешать, шаг, ход, движение, двигаться, переход
κινούμαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bevegelse, røre, flytte, trekk, flyttingen, farten, trekket
κινούμαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oväsen, röra, uppståndelse, drag, flytta, flyttning, flytten, rörelse
κινούμαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyörinä, melske, hämmentää, liikuttaa, hässäkkä, sekoittaa, liikkua, ja rikkoi, rikkoi, siirtää, siirto
κινούμαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
træk, flytte, frispark, farten, skridt
κινούμαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pohnout, vyprovokovat, zamíchat, podráždit, bouřit, ruch, povzbudit, hnutí, budit, vzruch, míchat, hýbat, hnout, pohyb, pobouřit, pobouření, stěhovat, tah, krok, přesun
κινούμαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbełtać, mieszać, latanina, dojrzewać, wzburzenie, wzruszać, wmieszać, podniecać, poruszenie, rozjuszyć, ruszać, pomieszać, dziać, niecić, poruszać, bełtać, ruch, posunięcie, przenieść, krok
κινούμαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kavarás, mozgás, mozog, lépés, mozgásban
κινούμαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hareket, taşıma, hamle, bir hareket, hareketin
κινούμαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ворушіння, розмішування, переполох, хвилювати, крок
κινούμαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëvizje, trazoj, lëviz, veprim, Masa, hap, veprim i
κινούμαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ход, движение, разиграване, движат, стъпка
κινούμαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крок
κινούμαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liikumine, segama, käik, liikuma, liikuda, samm, käigu
κινούμαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pokret, komešanje, poticati, potez, akciju, korak, premjestiti
κινούμαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hræra, rumska, færa, hreyfa, að færa, Ferðinni, flytja
κινούμαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žingsnis, perkelti, komandos, vartus, Move
κινούμαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārvietot, gājiens, kustēties, pārvietoties, rīcība
κινούμαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
потег, потегот, Овој потег, движење, движи
κινούμαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mutare, mișcare, muta, fază, miscare
κινούμαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poteza, Akcija, premik, korak, Akcija se
κινούμαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sťahovať, presťahovať, pohybovať, prechádzať, premiestňovať
Τυχαίες λέξεις