Інструктувати στα ελληνικά
Μετάφραση: інструктувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντομος, αναθέσει, να αναθέσει, δώσει εντολή, αναθέσει στην, έδωσε εντολή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гнобитель στα ελληνικά - διώκτης, διώκτη, διώξεων, διώκοντα, των διώξεων
- господиня στα ελληνικά - οικοδέσποινα, αεροσυνοδός, αεροσυνοδό, hostess, οικοδέσποινας
- гуля στα ελληνικά - κραδασμός, κώνος, καρούμπαλο, κύρτωμα, χτύπημα, πρόσκρουση, χτυπήσει, ...
- ложка στα ελληνικά - κουτάλι, κουταλιού, το κουτάλι, μετακινήστε με το κουτάλι, ένα κουτάλι
Τυχαίες λέξεις
Інструктувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντομος, αναθέσει, να αναθέσει, δώσει εντολή, αναθέσει στην, έδωσε εντολή
Μεταφράσεις: σύντομος, αναθέσει, να αναθέσει, δώσει εντολή, αναθέσει στην, έδωσε εντολή