Łącznie στα ελληνικά

Μετάφραση: łącznie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
Łącznie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chwalipięta στα ελληνικά - καυχησιάρης, καυχηματίας
  • gramatura στα ελληνικά - βάρος, ουσία, βάρους, το βάρος, κατά βάρος, του βάρους
  • hall στα ελληνικά - αίθουσα, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ
  • intranet στα ελληνικά - ενδοδίκτυο, ενδοδικτύου, εσωτερικού δικτύου, εσωτερικό δίκτυο
Τυχαίες λέξεις
Łącznie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και