Łączyć στα ελληνικά

Μετάφραση: łączyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκολλώ, συνδυάζω, αναμιγνύω, συσσωματώνω, ζευγάρι, κρίκος, εκφράζω, συγχωνεύομαι, ενσωματώνω, καντράν, ενσαρκώνω, συνδέω, ενώνω, συσχετίζω, συνενώνω, παραβάλλω, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί
Łączyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bankierstwo στα ελληνικά - τραπεζικές εργασίες, τραπεζικών εργασιών, τραπεζικών δραστηριοτήτων, τραπεζικές δραστηριότητες, Εργασιών
  • dalmierz στα ελληνικά - αποστασιόμετρο, αναζήτηση εύρους, μετρητή αποστάσεων, μετρητή αποστάσεων με, τηλέμετρο
  • doniesienie στα ελληνικά - καταγγελία, ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση
  • geodezja στα ελληνικά - γεωδαισία, γεωδαισίας, τη γεωδαισία, της γεωδαισίας, η γεωδαισία
Τυχαίες λέξεις
Łączyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκολλώ, συνδυάζω, αναμιγνύω, συσσωματώνω, ζευγάρι, κρίκος, εκφράζω, συγχωνεύομαι, ενσωματώνω, καντράν, ενσαρκώνω, συνδέω, ενώνω, συσχετίζω, συνενώνω, παραβάλλω, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί