Łagodzenie στα ελληνικά
Μετάφραση: łagodzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οργή, σκληραίνω, διάθεση, μετριάζω, μείωση, μετριασμού, άμβλυνσης, μετριασμό, άμβλυνσης του
Μεταφράσεις
- antropomorfizm στα ελληνικά - ανθρωπομορφισμός, ανθρωπομορφισμού, ανθρωπομορφισμό, του ανθρωπομορφισμού, τον ανθρωπομορφισμό
- atomistyka στα ελληνικά - ατομισμό, ατομισμός, ατομισμού, ατομικισμό, τον ατομισμό
- czasochłonność στα ελληνικά - ώρα, φορά, χρόνος, καιρός, χρονοβόρα, χρονοβόρες, χρονοβόρο, ...
- hydrant στα ελληνικά - στόμιο υδροληψίας, κρουνό, υδροληψίας, κρουνό τις, κρουνό που
Τυχαίες λέξεις
Łagodzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οργή, σκληραίνω, διάθεση, μετριάζω, μείωση, μετριασμού, άμβλυνσης, μετριασμό, άμβλυνσης του
Μεταφράσεις: οργή, σκληραίνω, διάθεση, μετριάζω, μείωση, μετριασμού, άμβλυνσης, μετριασμό, άμβλυνσης του