Λέξη: φανατικός

Σχετικές λέξεις: φανατικός

φανατικός καπνιστής, ο φανατικός, φανατικός ορισμός, φανατικόσ λεξικο, φανατικός ετυμολογία, φανατικός αεκτζής, φανατικόσ συνώνυμα

Συνώνυμα: φανατικός

λυσσασμένος, λυσσαλέος, μανιώδης, προκατειλημμένος, αιρετικός, σχισματικός

Μεταφράσεις: φανατικός

φανατικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
extremist, fanatic, bigot, fanatical, rabid, bigoted

φανατικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fanático, fanático de, fanática, fanático del, fanáticos

φανατικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fanatisch, fanatiker, wütend, Fanatiker, fanatischen, fanatische

φανατικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
zélateur, radical, extrême, exalté, extrémiste, forcené, furieux, fanatique, passionné, fanatiques, fanatique de, fanatic

φανατικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fanatico, fanatico dei, fanatica, fanatici, fanatic

φανατικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raivoso, fanático, fanático dos, fanático do, fanatic, fanáticos

φανατικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
razend, dweper, dol, woest, fanatiek, fanaticus, fanatieke, fanaat, fanatic

φανατικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изуверский, фанатик, яростный, экстремист, неистовый, фанатический, изувер, фанатичка, фанатиком, фанатика

φανατικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fanatiker, fanatisk, fanatiske, fanatic

φανατικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fanatiker, fanatisk, fanatiska, fanatikern

φανατικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yltiöpäinen, intohimoinen, intoilija, fanaatikko, raivoisa, hurja, fanaattinen, fanatic, fanaattisia

φανατικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fanatiker, fanatisk, fanatiske

φανατικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
extremistický, horlivec, fanatický, fanatik, fanatikem, fanatika

φανατικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fanatyk, ekstremista, fanatyczny, oszołom, zagorzalec, opętaniec, fanatykiem, fanatic, fanatyka

φανατικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rajongó, fanatikus, megszállott, a fanatikus

φανατικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kudurmuş, fanatik, fanatiği, fanatic, fanatik bir, bağnaz

φανατικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фанатик, екстреміст

φανατικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fanatik, fanatik i, fanatike, entuziast

φανατικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фанатик, фанатичен, фанатична, фанатици

φανατικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фанатык, фанатыка, Фанацік

φανατικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äärmuslane, fanaatiline, fanaatik, ekstremist, fanatic, usuhull

φανατικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zanesenjak, fanatik, fanatika, fanatični, fanatičan

φανατικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ofstækismaður, Fanatic, brjálæðingur

φανατικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fanatikas, fanatikai, fanatiku, fanatikė

φανατικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fanātiķis, fanātiķi, fanātiķim, fans

φανατικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фанатик, фанатичните, фанатична, фанатичниот, фанатичен

φανατικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
radical, fanatic, fanatică, fanatic al, fanatici, fanatice

φανατικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fanatik, fanatic, fanatična, fanatika

φανατικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
extrémista, fanatik, fanatika
Τυχαίες λέξεις