Λέξη: ανατέλλω

Σχετικές λέξεις: ανατέλλω

θα ανατέλλω, ανατέλλω κλίση, κατάστημα ανατέλλω, αναστέλλω συνώνυμα, ανατέλλω ίλιον, ανατέλλω παρατατικός, ανατέλλω bebe, ανατέλλω ρόδος, ανατέλλω βρεφικά, ανατέλλω bebe θεσσαλονικη

Συνώνυμα: ανατέλλω

εγείρομαι, σηκώνομαι, υψούμαι

Μεταφράσεις: ανατέλλω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rise, anatello
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alza, subir, anatello
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufschwung, gehaltszulage, erhöhung, anlaufen, aufstieg, anhebung, anstieg, ansteigen, kursanstieg, steigerung, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soulèvement, côte, gravir, ascension, accroissement, insurrection, lever, soulever, pousser, hausse, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ascesa, alzarsi, lievitazione, rialzo, aumento, salita, anatello
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amadurecer, alvorecer, ascensão, encher, erguer-se, aumentar, levantar, subir, anatello
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beklimming, stijging, opstaan, opslag, anatello
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
усугубление, увеличиться, восход, повышение, восставать, всходить, заканчивать, приумножение, приращение, воспрянуть, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stigning, anatello
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stiga, anatello
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syntymä, kohota, kajastaa, nousu, enetä, anatello
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stige, anatello
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nakynout, svah, povstat, vzpřímit, návrší, vykynout, výšina, vycházet, stoupat, vzbouřit, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wzniesienie, podnieść, wzlot, podnosić, utworzenie, rozkwit, przybór, podwyżka, wstać, wspinać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fizetésemelés, béremelés, feltörés, felemelkedés, emelkedés, anatello
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
artış, bayır, anatello
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хвилястий, anatello
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngrihem, anatello
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възниквам, anatello
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падымаццa, anatello
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suurendama, tõus, anatello
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dizanje, porasti, ustati, dići, uzbrdica, rasti, anatello
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hækka, anatello
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
anatello
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lēkts, anatello
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
anatello
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ascensiune, anatello
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vstane, anatello
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vstane, zvýšení, anatello
Τυχαίες λέξεις