Łagodzić στα ελληνικά

Μετάφραση: łagodzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετριοπαθής, άνεση, γλοιώδης, μετριάζω, μαλακώνω, στιλπνός, επουλώνω, γιατρεύω, κατευνάζω, καταπραΰνω, ανακουφίζω, μέτριος, αμβλύνω, προκρίνομαι, άψογος, ελαφρύνω, ευκολία, διευκολύνει, διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκόλυνση
Łagodzić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antyspołeczny στα ελληνικά - αντικοινωνικός, αντικοινωνική, αντικοινωνικής, αντικοινωνικές, αντικοινωνικών
  • biegacz στα ελληνικά - αθλητής, δρομέας, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα
  • cetyna στα ελληνικά - Cetina
  • internacjonalizacja στα ελληνικά - διεθνοποίηση, διεθνοποίησης, διεθνοποίηση Οι, τη διεθνοποίηση, της διεθνοποίησης
Τυχαίες λέξεις
Łagodzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετριοπαθής, άνεση, γλοιώδης, μετριάζω, μαλακώνω, στιλπνός, επουλώνω, γιατρεύω, κατευνάζω, καταπραΰνω, ανακουφίζω, μέτριος, αμβλύνω, προκρίνομαι, άψογος, ελαφρύνω, ευκολία, διευκολύνει, διευκολύνουν, διευκολυνθεί, διευκόλυνση