Ścięgno στα ελληνικά

Μετάφραση: ścięgno, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μυς, σύνδεσμος, τακούνι, σθένος, φτέρνα, τένοντας, τένοντα, τενόντων, τένοντος, τένοντες
Ścięgno στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beczkowóz στα ελληνικά - βυτίο
  • denerwujący στα ελληνικά - αγωνιώδη συνάντηση, γερά νεύρα, νεύρο-, σπάσιμο νεύρων, για γερά νεύρα
  • ekstrahować στα ελληνικά - αποσπώ, εκχύλισμα, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
  • inteligent στα ελληνικά - πνευματικός, διανοητικός, διανοούμενος, πνευματικής, πνευματική, διανοητικής, της πνευματικής
Τυχαίες λέξεις
Ścięgno στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μυς, σύνδεσμος, τακούνι, σθένος, φτέρνα, τένοντας, τένοντα, τενόντων, τένοντος, τένοντες