Λέξη: διάσταση

Σχετικές λέξεις: διάσταση

διάσταση συνώνυμο, διάσταση κεκ, διάσταση ηβικής σύμφυσης, διάσταση συζύγων, διάσταση α6, διάσταση των ορθών κοιλιακών μυών, διάσταση λεμεσός, διάσταση κοινωνική επιχείρηση, διάσταση κοινωνική επιχείρηση αστική εταιρεία, διάσταση αε

Συνώνυμα: διάσταση

μέγεθος, ανάστημα, νούμερο, κόλλα, διαφωνία, έριδα, απόκλιση, αποχωρισμός

Μεταφράσεις: διάσταση

διάσταση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dimension, size, dissociation, dimension of, dimensions

διάσταση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dimensión, tamaño, dimensión de, dimensiones, la dimensión, cota

διάσταση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eigenschaft, abmessung, ausmaß, attribut, dimension, Dimension, Maß, Abmessung

διάσταση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mesure, dimension, ampleur, grandeur, taille, envergure, étendue, volume, attribut, qualité, pointure, dimensions, la dimension, cote, dimension de

διάσταση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dimensione, dimensioni, quota, dimensione di, la dimensione

διάσταση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atributos, extensão, ofuscar, amplidão, amplitude, grandeza, dimensão, dimensões, dimensão de, dimensão do, medida

διάσταση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afmeting, grootte, bestek, uitgebreidheid, attribuut, omvang, dimensie, afmetingen, maat, dimensie van

διάσταση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
размер, признак, объем, измерение, размерность, атрибут, свойство, величина, аспект, размерности

διάσταση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dimensjon, dimensjonen, dimensjons

διάσταση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dimensionen, dimension, mått

διάσταση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ulottuvuus, ominaisuus, mitta, suuruus, laajuus, ulottuvuuden, ulottuvuutta, ulottuvuuteen

διάσταση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dimension, dimensionen, dimensioner, aspekt

διάσταση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
objem, rozsah, rozměr, dimenze, velikost, míra, rozměru, rozměry, dimenzi

διάσταση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gabaryt, wymiar, wielkość, aspekt, rozmiar, rozmiarom, wymiaru, Wymiary

διάσταση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dimenzió, dimenziója, dimenziót, dimenziójának, dimenzióját

διάσταση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boyut, ölçü, nitelik, boyutu, boyuta, küçültülebilir

διάσταση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аспект, вимір, розмір, обсяг, размер

διάσταση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përmasë, dimension, dimensioni, dimension i, dimensionin, dimensioni i

διάσταση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
качество, измерение, свойство, размер, измерения, размери

διάσταση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
памер, размер

διάσταση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
dimensioon, mõõtma, mõõde, mõõtme, mõõdet, mõõtmega, dimensiooni

διάσταση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
značaj, mjera, dimenzije, veličina, dimenzijom, dimenzija, dimenziju, dimenziji, je dimenzija

διάσταση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vídd, Stærð, víddar

διάσταση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savybė, požymis, dimensija, aspektas, matmuo, aspektą, dimensiją

διάσταση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īpašība, dimensija, dimensiju, aspekts, izmērs, dimensijai

διάσταση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
димензија, димензијата, димензии, димензија на

διάσταση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atribut, dimensiune, dimensiunea, dimensiuni, dimensiunii, dimensiunile

διάσταση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dimenzija, razsežnost, dimenzije, dimenzijo, razsežnosti

διάσταση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozmer, rozmery, dimenziu, rozmeru, dimenzia

Στατιστικά δημοτικότητας: διάσταση

Τυχαίες λέξεις