Ściekać στα ελληνικά
Μετάφραση: ściekać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταλάζω, στάζω, μικροποσότητα, σταγόνα, στάγδην, στάλαξης, ενστάλαξη, στάζει
Μεταφράσεις
- błysk στα ελληνικά - λαμπυρίζω, φλας, αναβοσβήνω, σπιθίζω, λάμψη, φλόγες, απαστράπτω, ...
- cetan στα ελληνικά - κετανίου, κετανίων, του κετανίου, δεκαεξανίων, κετάνια
- dozbrajanie στα ελληνικά - επανεξοπλισμό, εξοπλίζονται, επανεξοπλισμό της, τον επανεξοπλισμό, εφοδιάσουν το
- drutować στα ελληνικά - σύρμα, καλώδιο
Τυχαίες λέξεις
Ściekać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταλάζω, στάζω, μικροποσότητα, σταγόνα, στάγδην, στάλαξης, ενστάλαξη, στάζει
Μεταφράσεις: σταλάζω, στάζω, μικροποσότητα, σταγόνα, στάγδην, στάλαξης, ενστάλαξη, στάζει