Ślepak στα ελληνικά
Μετάφραση: ślepak, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυσίγγιο, φυσίγγι, Slepak
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arendować στα ελληνικά - μίσθωση, εκμίσθωση, μίσθωσης, μισθωμάτων, μισθώσεως
- błona στα ελληνικά - έργο, ταινία, φιλμ, μεμβράνη, μεμβράνης, της μεμβράνης, μεμβρανών
- cukrownictwo στα ελληνικά - ζάχαρη, η ζάχαρη, το σάκχαρο, τη ζάχαρη, η ζάχαρη που
- ekstaza στα ελληνικά - έκσταση, έκστασης, την έκσταση, η έκσταση, της έκστασης
Τυχαίες λέξεις
Ślepak στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυσίγγιο, φυσίγγι, Slepak
Μεταφράσεις: φυσίγγιο, φυσίγγι, Slepak