Źródło στα ελληνικά
Μετάφραση: źródło, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τέταρτο, πόροι, αυθεντία, γέννηση, πηγή, εξουσία, εκτινάσσομαι, αναβλύζω, γέννα, λοιπόν, προέλευση, μαχαλάς, άνοιξη, κύρος, πηγάδι, αναπηδώ, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezdrożny στα ελληνικά - αδιάβατος, αδιάβατη, την αδιάβατη
- centrysta στα ελληνικά - κεντρώος, κεντρώα, κεντρώο, κεντρώου, κεντρώες
- draga στα ελληνικά - δίκτιο, βορβοροφάγος, εκβαθύνω, dredge, εκσκαφέων
- eksploatacja στα ελληνικά - λειτουργία, εγχείρηση, επιχείρηση, εκμετάλλευση, εκμετάλλευσης, αξιοποίηση, την εκμετάλλευση, ...
Τυχαίες λέξεις
Źródło στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τέταρτο, πόροι, αυθεντία, γέννηση, πηγή, εξουσία, εκτινάσσομαι, αναβλύζω, γέννα, λοιπόν, προέλευση, μαχαλάς, άνοιξη, κύρος, πηγάδι, αναπηδώ, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές
Μεταφράσεις: τέταρτο, πόροι, αυθεντία, γέννηση, πηγή, εξουσία, εκτινάσσομαι, αναβλύζω, γέννα, λοιπόν, προέλευση, μαχαλάς, άνοιξη, κύρος, πηγάδι, αναπηδώ, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές