Λέξη: βίος

Σχετικές λέξεις: βίος

βίος και πολιτεία, βίος αγ. γεωργίου, βίος και πολιτεία του αλέξη ζορμπά pdf, βίος coop, βίος και πολιτεία του αλέξη ζορμπά ανάλυση, βίος και πολιτεία περάκης, βίος αγίου γεωργίου, βίος και πολιτεία του αλέξη ζορμπά, βίος ανθόσπαρτος, βίος και πολιτεία mega

Συνώνυμα: βίος

ζωή, υπάρχοντα, περιουσία

Μεταφράσεις: βίος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
life, life is, bios, working lives, working lives of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vida, animación, la vida, de vida, vida de, duración
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lebenszeit, lebenserwartung, lebensdauer, lebhaftigkeit, lebensbeschreibung, standzeit, leben, biographie, nutzungsdauer, lebendigkeit, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vie, vitalité, animation, biographie, jour, existence, entrain, la vie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vita, vivezza, la vita, di vita, durata, life
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
biografia, tenente, viver, vida, a vida, de vida, da vida
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leven, hachje, biografie, levensduur, het leven, life, leven te
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жизнеописание, занятость, живность, житьё, существование, энергия, общество, житье, жизнь, биография, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
liv, livet, life, levetid
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
liv, livet, livslängd, livs
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ikä, elo, elämäntarina, pirteys, eliö, elävyys, elämä, olo, eloisuus, henki, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
levetid, liv, livet, livets
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
živost, životnost, život, životní, života, životního
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żywot, pożycie, trwałość, egzystencja, życie, żywotność, energia, dożywocie, na życie, życia, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
élet, életet, életben, az élet, életét
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
canlılık, omur, biyografi, ömür, hayat, yaşam, ömrü, hayatı, yaşamı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лейтенанти, життя
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jeta, jetë, jetës, jeta e, jetën e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
живот, живота, животът, на живота
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жыццё, жыцьцё
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
elu, elus, eluiga, eluea, elule
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
život, životne, životni, osoba, stvarnost, životu, života, je život, životnog
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
líferni, æfi, líf, lífið, lífi, lífsins
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vita
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyvenimas, gyvybė, biografija, gyvybės, gyvenimo, gyvenimą, laikas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mūžs, dzīve, biogrāfija, dzīvība, dzīvības, dzīves, dzīvi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
живот, биографија, животот, животниот, живеење
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
biografie, via, viaţă, viață, viața, viata, vieții, de viață
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
življenje, život, življenja, življenjska doba, življenjska, življenjskega
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
životní, život, života

Στατιστικά δημοτικότητας: βίος

Τυχαίες λέξεις