Żeński στα ελληνικά

Μετάφραση: żeński, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θηλυκός, θήλυ, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά
Żeński στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezkrytyczny στα ελληνικά - τυφλός, θαμπώνω, άκριτη, μη κριτική, άκριτο, αβασάνιστη, άκριτα
  • centralny στα ελληνικά - κεντρικός, κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής
  • izolacjonizm στα ελληνικά - απομονωτισμός, απομονωτισμό, απομονωτισμού, τον απομονωτισμό, στον απομονωτισμό
Τυχαίες λέξεις
Żeński στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θηλυκός, θήλυ, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά