Λέξη: πότε-

Σχετικές λέξεις: πότε-

πότε ακούγεται η καρδιά του εμβρύου, πότε ανοίγουν τα σχολεία, πότε βάζουμε κόμμα, πότε αλλάζει η ώρα, πότε ανοίγουν τα σχολεία το σεπτέμβριο 2013, πότε αλλάζει η ώρα 2012, πότε περνάω κτεο, πότε αρχίζουν τα συμπτώματα εγκυμοσύνης, πότε μιλάνε τα μωρά, πότε αλλάζει η ώρα 2013

Συνώνυμα: πότε-

πότε

Μεταφράσεις: πότε-

πότε- στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
occasionally, ever before

πότε- στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nunca antes, nunca, siempre antes, que antes

πότε- στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bisweilen, gelegentlich, zeitweise, je zuvor, je, jemals zuvor, nie, bisher

πότε- στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
épisodiquement, parfois, occasionnellement, jamais, jamais auparavant, jamais été, qu'auparavant

πότε- στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mai, sempre

πότε- στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sempre antes, nunca, que nunca, que antes

πότε- στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ooit tevoren, ooit, ooit te voren, voorheen, ooit voordien

πότε- στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
периодически, подчас, эпизодически, порой, попутно, изредка, случайно, иногда, временами, когда-либо прежде, раньше

πότε- στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
noen gang, gang, noensinne, inne, inne har

πότε- στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
någonsin, någonsin tidigare, tidigare, någonsin förr, någonsin förut

πότε- στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
joskus, toisinaan, koskaan ennen, koskaan, koskaan aikaisemmin, koskaan aiemmin

πότε- στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nogensinde før, nogensinde, nogensinde tidligere, nogen sinde før

πότε- στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
časem, nikdy, kdy, někdy, stále, vůbec

πότε- στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
okazjonalnie, rzadko, okazyjnie, przypadkowo, czasami, sporadycznie, kiedykolwiek, kiedykolwiek wcześniej, nigdy dotąd, kiedykolwiek przedtem, dotychczas

πότε- στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
valaha, eddiginél, minden eddiginél, korábbinál, korábban bármikor

πότε- στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Daha önce hiç, her zamankinden, zamankinden, hiç olmadığı, önce hiç

πότε- στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зрідка, коли-не-коли, інколи, будь-коли раніше

πότε- στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kurrë më parë, më parë, kurrë, ndonjëherë më parë, gjithnjë para

πότε- στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
случайно, всякога, когато и да било, да било, било преди, да било преди

πότε- στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
калі-, калісьці, некалі

πότε- στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
okasionalism, aeg-ajalt, kunagi varem, eales varem, iial varem, varasemast

πότε- στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ikada prije, ikad prije, ikada, ikad

πότε- στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áður, nokkru sinni fyrr, nokkru sinni áður, nokkru sinni, alltaf áður

πότε- στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
aliquando

πότε- στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kada nors anksčiau, bet kada anksčiau, kada anksčiau, bet kada, niekada anksčiau

πότε- στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jebkad agrāk, jebkad, jebkad iepriekš

πότε- στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кога и да е, кога било досега, било досега, кога и да, било кога порано

πότε- στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ca oricând, niciodată, oricând, oricând înainte, ca niciodată

πότε- στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
včasih, kdajkoli prej, doslej, kdaj koli prej, kdaj prej, kdajkoli

πότε- στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
občas, nikdy predtým
Τυχαίες λέξεις