Żywić στα ελληνικά
Μετάφραση: żywić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωλιάζω, φυγαδεύω, σιτίζω, τρέφω, ζω, υπάρχω, καλλιεργώ, λιμάνι, ταΐζω, τροφοδοτώ, φιλοξενώ, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amperomierz στα ελληνικά - αμπεριόμετρο, ammeter, αμπερόμετρο, αμπερόμετρου, αμπερομέτρου
- celowość στα ελληνικά - λογική, σκοπιμότης, σκοπιμότητα, αποφασιστικότητας, η προσήλωση στον στόχο
- elokwentnie στα ελληνικά - εύγλωττα, ευγλωττία, ευφράδεια, εύγλωττο τρόπο, εύστοχα
- grawerunek στα ελληνικά - χαρακτική, χαρακτικής, εγχάραξη, εγχάραξη με, χαρακτικό
Τυχαίες λέξεις
Żywić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωλιάζω, φυγαδεύω, σιτίζω, τρέφω, ζω, υπάρχω, καλλιεργώ, λιμάνι, ταΐζω, τροφοδοτώ, φιλοξενώ, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών
Μεταφράσεις: φωλιάζω, φυγαδεύω, σιτίζω, τρέφω, ζω, υπάρχω, καλλιεργώ, λιμάνι, ταΐζω, τροφοδοτώ, φιλοξενώ, τροφή, ζωοτροφών, ζωοτροφές, τροφοδοσίας, των ζωοτροφών