Afiliować στα ελληνικά

Μετάφραση: afiliować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσκτώμαι, προσχωρώ, θυγατρικών, θυγατρική, θυγατρικής, Affiliate, εταιρικά
Afiliować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afiks στα ελληνικά - προσθέτω, πρόσφυμα, τοποθετεί, επιθέτει, επιθέσει, θέτει, τοποθετούν
  • afiliacja στα ελληνικά - ασφάλισης, υπαγωγή, υπαγωγής, την υπαγωγή, η υπαγωγή
  • afiniczny στα ελληνικά - συσχετισμένος, affine, συσχετισμένα, συσχετισμένη, συσχετισμένους
  • afirmacja στα ελληνικά - διαβεβαίωση, επιβεβαίωση, δήλωση, επιβεβαίωσης, υπεύθυνη δήλωση
Τυχαίες λέξεις
Afiliować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσκτώμαι, προσχωρώ, θυγατρικών, θυγατρική, θυγατρικής, Affiliate, εταιρικά