Arteria στα ελληνικά
Μετάφραση: arteria, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρτηρία, δίοδος, αρτηρίας, αρτηριών, νόσο, αρτηριακού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arszenik στα ελληνικά - αρσενικό, αρσενικού, το αρσενικό, του αρσενικού, συγκεντρώσεων αρσενικού
- artefakt στα ελληνικά - τεχνούργημα, Αντικειμένου, τεχνουργήματος, τέχνημα, τεχνητό
- arterioskleroza στα ελληνικά - αρτηριοσκλήρωση, αρτηριοσκλήρυνση, αρτηριοσκλήρωσης, αρτηριοσκλήρυνσης, της αρτηριοσκλήρωσης
- artezyjski στα ελληνικά - αρτεσιανός, αρτεσιανων, αρτεσιανό, αρτεσιανών, αρτεσιανά
Τυχαίες λέξεις
Arteria στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρτηρία, δίοδος, αρτηρίας, αρτηριών, νόσο, αρτηριακού
Μεταφράσεις: αρτηρία, δίοδος, αρτηρίας, αρτηριών, νόσο, αρτηριακού