Καταναλωτής στα αγγλικά

Μετάφραση: καταναλωτής, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
consumer, consumers, consumer is, a consumer, the consumer
Καταναλωτής στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: καταναλωτής

consumer
  • καταναλωτής

Σχετικές λέξεις: καταναλωτής

ορθολογικός καταναλωτής, ο καταναλωτήσ, καταναλωτής λεξικό, καταναλωτής παράγοντες που επιδρούν στην καταναλωτική συμπεριφορά, καταναλωτής ορισμός, καταναλωτής λεξικό γλώσσας αγγλικά, καταναλωτής στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • κατανάλωση στα αγγλικά - consumption, consumption of, eating, drinking, consumption is
  • κατανέμω στα αγγλικά - allocate, ration, apportion, allot
  • καταναλώνω στα αγγλικά - consume, I consume, I eat, consume the, to consume the
  • κατανικώ στα αγγλικά - vanquish, checkmate, bowl over, overmaster
Τυχαίες λέξεις
Καταναλωτής στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: consumer, consumers, consumer is, a consumer, the consumer