Atakować στα ελληνικά
Μετάφραση: atakować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρνω, επηρεάζω, εισβάλλω, επιδρομή, φροντίδα, απεργία, επίθεση, προσπάθεια, παριστάνω, προσπαθώ, χτυπώ, βιαιοπραγία, απόπειρα, επιτίθεμαι, κατηγορία, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- asystować στα ελληνικά - συνοδεύω, ακολουθώ, βοηθώ, βοηθήσει, βοηθούν, να βοηθήσει, συνδράμει, ...
- atak στα ελληνικά - πρόσβαση, βιαιοπραγία, προσβλητικός, συνέπεια, επιδρομή, επίθεση, προσπέλαση, ...
- ataksja στα ελληνικά - αταξία, αταξίας, αταξία του, παρεγκεφαλιδική αταξία, η αταξία
- atawistyczny στα ελληνικά - αταβισμός, προγονισμός, αταβιστικός, αταβιστική, αταβιστικό, αταβιστικές, αταβιστικών
Τυχαίες λέξεις
Atakować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρνω, επηρεάζω, εισβάλλω, επιδρομή, φροντίδα, απεργία, επίθεση, προσπάθεια, παριστάνω, προσπαθώ, χτυπώ, βιαιοπραγία, απόπειρα, επιτίθεμαι, κατηγορία, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
Μεταφράσεις: γέρνω, επηρεάζω, εισβάλλω, επιδρομή, φροντίδα, απεργία, επίθεση, προσπάθεια, παριστάνω, προσπαθώ, χτυπώ, βιαιοπραγία, απόπειρα, επιτίθεμαι, κατηγορία, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής