Awanturować στα ελληνικά
Μετάφραση: awanturować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρασύδειλος, νταής, συμπλέκομαι, λογομαχία, καυγάς, από λογομαχία, λογομαχώ, διαπληκτίζονται
Μεταφράσεις
- awanturniczy στα ελληνικά - επικίνδυνος, ταραχώδης, τολμηρός, παράτολμος, περιπετειώδη, περιπετειώδεις, τολμηροί, ...
- awanturnik στα ελληνικά - ταραχώδης, τυχοδιώκτης, τυχοδιώκτη, adventurer, περιπέτειας, της περιπέτειας
- awaria στα ελληνικά - αποτυχία, βλάβη, μέσος, πανωλεθρία, βλάπτω, επεισόδιο, ρήξη, ...
- awaryjność στα ελληνικά - αποτυχία, παράλειψη, βλάβη, ανεπάρκεια, αποτυχίας
Τυχαίες λέξεις
Awanturować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρασύδειλος, νταής, συμπλέκομαι, λογομαχία, καυγάς, από λογομαχία, λογομαχώ, διαπληκτίζονται
Μεταφράσεις: θρασύδειλος, νταής, συμπλέκομαι, λογομαχία, καυγάς, από λογομαχία, λογομαχώ, διαπληκτίζονται