Bóstwo στα ελληνικά
Μετάφραση: bóstwo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεός, θεότητα, θεότητας, θεά, θεότητα που, θεού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ból στα ελληνικά - στομάχι, εργάζομαι, αλγεινός, άγχος, αγωνιώ, αρρώστια, κοπιάζω, ...
- bór στα ελληνικά - δάσος, δασών, δασικών, των δασών, δάσους
- bóść στα ελληνικά - πηχτό αίμα, ξεκοιλιάζω, Gore, αδράχτι, τριγωνικό τεμάχιο
- bóżnica στα ελληνικά - συναγωγή, συναγωγής, Synagogue, συναγωγή της
Τυχαίες λέξεις
Bóstwo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεός, θεότητα, θεότητας, θεά, θεότητα που, θεού
Μεταφράσεις: θεός, θεότητα, θεότητας, θεά, θεότητα που, θεού