Bankructwo στα ελληνικά
Μετάφραση: bankructwo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρεοκοπημένος, αποτυχία, πτώχευση, πτώχευσης, την πτώχευση, χρεοκοπία, χρεοκοπίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bankowiec στα ελληνικά - τραπεζίτης, τραπεζικός υπάλληλος, υπάλληλος της τράπεζας, τραπεζική υπάλληλος, υπάλληλου τραπέζης, υπάλληλου τραπέζης της
- bankowość στα ελληνικά - τραπεζικής, τραπεζική, τραπεζικές, τραπεζικά, τραπεζικό
- bankrut στα ελληνικά - χρεοκοπημένος, πτώχευση, σε πτώχευση, πτώχευσης, πτωχεύσει, χρεοκοπήσει
- bankrutowanie στα ελληνικά - πτωχεύσαντες, πτωχευσάντων, οι πτωχεύσαντες, πτωχεύσαντες η, επιχειρηματίες που έχουν πτωχεύσει
Τυχαίες λέξεις
Bankructwo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρεοκοπημένος, αποτυχία, πτώχευση, πτώχευσης, την πτώχευση, χρεοκοπία, χρεοκοπίας
Μεταφράσεις: χρεοκοπημένος, αποτυχία, πτώχευση, πτώχευσης, την πτώχευση, χρεοκοπία, χρεοκοπίας