Χρεοκοπημένος στα πολωνικά

Μετάφραση: χρεοκοπημένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bankrutować, bankructwo, bankrut, upadły, upadłości, upadłość, stanie upadłości
Χρεοκοπημένος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χρεοκοπημένος

χρεοκοπημένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, χρεοκοπημένος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • χρίω στα πολωνικά - namaścić, namaszczać, maścić, oblać, pokryć, oblać rumieńcem, zalać łzami
  • χρειάζομαι στα πολωνικά - zażądać, potrzebować, zapotrzebowanie, nakazywać, żądać, musieć, konieczność, ...
  • χρηματιστής στα πολωνικά - makler, makler giełdowy, stockbroker, maklera, maklerem
  • χρηματοδοτώ στα πολωνικά - finansować, finansjera, sfinansować, finanse, finansów, finansowania, finansowego, ...
Τυχαίες λέξεις
Χρεοκοπημένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: bankrutować, bankructwo, bankrut, upadły, upadłości, upadłość, stanie upadłości