Berło στα ελληνικά
Μετάφραση: berło, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιθύνω, σκήπτρο, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεύω, το σκήπτρο, σκήπτρου, σκήπτρον, σκήπτρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- berlinka στα ελληνικά - μαούνα, φορτηγίδα, φορτηγίδας, φορτηγίδες, φορτηγίδος, φορτηγίδων
- beryl στα ελληνικά - βηρύλλος, βηρύλλου, Βήρυλλο, βήρυλλος, Beryl
- bestia στα ελληνικά - κτήνος, ζώο, θηρίο, θηρίου, τέρας, κτήνους
- bestializm στα ελληνικά - κτηνωδία, κτηνοβασία, την κτηνοβασία, κτηνώδη, κτηνωδίας
Τυχαίες λέξεις
Berło στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιθύνω, σκήπτρο, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεύω, το σκήπτρο, σκήπτρου, σκήπτρον, σκήπτρα
Μεταφράσεις: ιθύνω, σκήπτρο, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεύω, το σκήπτρο, σκήπτρου, σκήπτρον, σκήπτρα