Bezproblemowy στα ελληνικά
Μετάφραση: bezproblemowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, χωρίς προβλήματα, απροβλημάτιστη, απρόσκοπτη, την απρόσκοπτη, η απρόσκοπτη
Μεταφράσεις
- bezpretensjonalny στα ελληνικά - μετριόφρονας, σεμνός, απλός, ταπεινός, ανεπιτήδευτη, ανεπιτήδευτο, ειλικρινής, ...
- bezproblemowo στα ελληνικά - εύκολα, λεία, ομαλά, απρόσκοπτα, χωρίς ραφή, άψογα, αδιάλειπτα
- bezprocentowy στα ελληνικά - παθητικός, παθητική, παθητικής, παθητικό, παθητικά
- bezproduktywny στα ελληνικά - μη παραγωγικός, μη παραγωγικών, αντιπαραγωγική, μη παραγωγικές, μη παραγωγική
Τυχαίες λέξεις
Bezproblemowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, χωρίς προβλήματα, απροβλημάτιστη, απρόσκοπτη, την απρόσκοπτη, η απρόσκοπτη
Μεταφράσεις: δωρεάν, αυτεξούσιος, τσάμπα, χωρίς προβλήματα, απροβλημάτιστη, απρόσκοπτη, την απρόσκοπτη, η απρόσκοπτη