Λέξη: βοηθητικός

Σχετικές λέξεις: βοηθητικός

βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός στο στρατό, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικόσ χώροσ, βοηθητικός αγγλικά, βοηθητικόσ συνώνυμα

Συνώνυμα: βοηθητικός

βοηθιτικός, χρήσιμος, εξυπηρετικός, έμμεσος, συμπληρωματικός, παράλληλος

Μεταφράσεις: βοηθητικός

βοηθητικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
auxiliary, assistant, helpful, ancillary, mobile cool

βοηθητικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
auxiliar, auxiliares, auxiliar de, auxiliares de

βοηθητικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zusätzlich, hilfsverb, helfer, Hilfs-, Hilfs, Zusatz, Neben

βοηθητικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
auxiliaire, subsidiaire, adjuvant, accessoire, adjoint, aide, secondaire, auxiliateur, auxiliaires, auxiliaire de, appoint

βοηθητικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accessorio, ausiliario, ausiliare, ausiliaria, ausiliari, ausiliarie

βοηθητικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anexo, acessório, secundário, auxiliar, auxiliares, auxiliar de

βοηθητικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijbehorend, bijkomend, bijkomstig, secundair, aanhangsel, hulp-, hulpmiddel, extra, hulpstoffen, hulp

βοηθητικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вспомогательный, добавочный, подсобный, помощник, запасной, вспомогательного, вспомогательное, вспомогательная, вспомогательные

βοηθητικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hjelpe, ekstra, tilleggs, hjelpesystemer, aux

βοηθητικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medhjälpare, extra, tillsats, hjälp, reserv

βοηθητικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toissijainen, apu-, ylimääräisten, ylimääräisiä, ylimääräiset, ylimääräisen

βοηθητικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
medhjælper, hjælpeansatte, ekstra, hjælpemotor, hjælpeansat

βοηθητικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přídavný, pomáhající, vedlejší, výpomocný, pomocný, pomocník, pomocné, pomocná, pomocného, pomocným

βοηθητικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
posiłkowy, zapasowy, pomocniczy, pomocnicze, pomocniczego, pomocnicza, wspomagająca

βοηθητικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pótlólagos, segédmennyiség, kisegítő, kiegészítő, segédeszközök, segéd, járulékos

βοηθητικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yardımcı, ek, yedek, yardımcı ilaç

βοηθητικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
допоміжний, допоміжне, додатковий

βοηθητικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndihmës, ndihmëse, ndihmëse të, ndihmese, ndihmës i

βοηθητικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спомагателен, помощен, спомагателни, спомагателно, спомагателната

βοηθητικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дапаможны, дапаможная, дадатковы

βοηθητικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
abiline, lisa-, abi-, lisateenused, abiteenistujate, abistava

βοηθητικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
generator, pomoćnik, pomoćni, pomoćna, pomoćne, pomoćno, pomoćnog

βοηθητικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tengd, hjálparhópur, hjálparefni, hjálparvélar, hjálparefnið

βοηθητικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagalbinis, pagalbinė, pagalbinės, pagalbiniai, pagalbinių

βοηθητικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
papildu, papildinoša, papildinošas, palīgtelpa, palīgpakalpojumi

βοηθητικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
помошни, помошните, помошен, помошна, помошната

βοηθητικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
auxiliar, auxiliare, auxiliară, auxiliari, auxiliar de

βοηθητικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pomožna, pomožni, pomožne, pomožno, pomožnega

βοηθητικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pomocný, pomocní, pomocného, podporný, pomocné
Τυχαίες λέξεις