Biedak στα ελληνικά
Μετάφραση: biedak, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πενιχρός, φτωχός, καημένος, φτωχό άτομο, φτωχό, καημένου ανθρώπου, του καημένου ανθρώπου
Μεταφράσεις
- biec στα ελληνικά - τρέχω, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
- bieda στα ελληνικά - δυστυχία, θέλω, κακουχία, ένδεια, έλλειψη, φτώχεια, αναγκαιότητα, ...
- biednie στα ελληνικά - φτωχά, ανεπαρκώς, κακώς, ελάχιστα, κακή
- biedny στα ελληνικά - καημένος, άπορος, φτωχός, πενιχρός, ελεεινός, κακή, φτωχών, ...
Τυχαίες λέξεις
Biedak στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πενιχρός, φτωχός, καημένος, φτωχό άτομο, φτωχό, καημένου ανθρώπου, του καημένου ανθρώπου
Μεταφράσεις: πενιχρός, φτωχός, καημένος, φτωχό άτομο, φτωχό, καημένου ανθρώπου, του καημένου ανθρώπου