Bonifikacja στα ελληνικά

Μετάφραση: bonifikacja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίδομα, επιχορήγηση
Bonifikacja στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bomu στα ελληνικά - άνθηση, έκρηξη, μπουμ, boom, βραχίονας
  • bon στα ελληνικά - συγκολλώ, δεσμός, εισιτήριο, συνδέω, δεσμό, ομολόγων, δεσμού, ...
  • bonifikata στα ελληνικά - σκόντο, έκπτωση, επιχορήγηση, μείωση, αναγωγή, επίδομα, περιστολή, ...
  • bonifikować στα ελληνικά - ισορροπήσει, ισορροπήσουν, εξισορρόπηση, εξισορροπήσει, εξισορροπηθεί
Τυχαίες λέξεις
Bonifikacja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίδομα, επιχορήγηση