Λέξη: διάχυση

Σχετικές λέξεις: διάχυση

διάχυση της ευθύνης, διάχυση συνώνυμο, διάχυση πληροφοριών, διάχυση του ήχου, διάχυση υδρατμών, διάχυση αποτελεσμάτων, διάχυση λεξικό, διάχυση φωτός, διάχυση ορισμός, διάχυση τησ καινοτομίασ

Συνώνυμα: διάχυση

διαχυτικός, διαχυτικότης, διαχυτικότητα, έγχυση, εκροή, διάδοση, διαπέραση, διαπότηση, χρίση, επίχυση, διείσδυση

Μεταφράσεις: διάχυση

διάχυση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
effusion, diffusion, dissemination, diffusion of, dispersion, disseminate

διάχυση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
efusión, difusión, la difusión, de difusión, difusión de, la difusión de

διάχυση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Diffusion, Diffusions, Verbreitung

διάχυση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
effusion, épanchement, débordement, diffusion, la diffusion, de diffusion, diffusion de, une diffusion

διάχυση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diffusione, la diffusione, di diffusione, diffusion, diffusione di

διάχυση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
difusão, de difusão, divulgação, a difusão, difusão de

διάχυση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verspreiding, diffusie, de verspreiding, verspreiding van

διάχυση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
извержение, выпот, эффузия, истечение, излияние, диффузия, диффузии, диффузионный, распространение, диффузионного

διάχυση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
diffusjon, spredning, spredningen, diffusjonen, diffusjons

διάχυση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diffusion, spridning, spridningen, diffusionen

διάχυση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
diffuusio, levittämistä, diffuusion, diffusion, levittäminen

διάχυση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
diffusion, udbredelse, spredning, formidling, udbredelsen

διάχυση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vylití, výlev, vylévání, rozptyl, difúze, difúzní, difuzní, difuze

διάχυση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybroczyna, wynurzenie, rozlew, wybuch, wylew, dyfuzja, dyfuzji, dyfuzyjnego, dyfuzyjnej, dyfuzyjny

διάχυση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ontás, ömlengés, diffúziós, diffúzió, diffusion, terjesztését, diffúziója

διάχυση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yayılma, difüzyon, difüzyonu, diffüzyon, yayılması

διάχυση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
випіт, виверження, виливання, вилив, витікання, дифузія

διάχυση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
difuzion, difuzionit, përhapjen, difuzioni, difuzionit të

διάχυση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
излияние, дифузия, разпространение, дифузионен, дифузионно, дифузионна

διάχυση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыфузія

διάχυση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väljavool, esilepurskumine, difusioon, difusiooni, levitamise, levitamist, diffusion

διάχυση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prolivanje, prolijevanje, izlijevanje, izljev, polijevanje, difuzija, difuzije, difuziju, difuzijski, difuzijsko

διάχυση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveim, dreifingu, flæði, útbreiðslu, dreifing

διάχυση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
effusio

διάχυση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paplitimas, difuzijos, sklaida, difuzija, sklaidymas

διάχυση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
difūzija, difūzijas, diffusion, izplatīšana, izplatība

διάχυση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дифузија, дифузијата, дифузија на, ширењето, ширење

διάχυση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
difuzare, difuziune, difuzie, de difuzie, difuzia

διάχυση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
difuzija, difuzijsko, diffusion, difuzijska, difuzijo

διάχυση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výlev, rozptyl, rozptylu, rozprašovanie, odvádzanie
Τυχαίες λέξεις