Brak στα ελληνικά

Μετάφραση: brak, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υστέρημα, αθετώ, φτιάξιμο, απουσία, έλλειψη, θέλω, ανάγκη, λάθος, μειονέκτημα, ελάττωμα, λιμός, κακία, αθέτηση, ανηθικότητα, απορρίπτω, αποστατώ, έλλειψης, η έλλειψη, την έλλειψη
Brak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bractwo στα ελληνικά - ένωση, σωματείο, συντεχνία, αδελφότητα, αδελφοσύνη, αδελφοσύνης, αδελφότητας, ...
  • brajtszwanc στα ελληνικά - broadtail
  • brakarz στα ελληνικά - διαλογέα, διαλογής, ταξινόμησης, διαλογέας, ταξινομητή
  • braki στα ελληνικά - ελλείψεις, ανεπάρκειες, ελλείψεων, ελαττώματα, αδυναμίες
Τυχαίες λέξεις
Brak στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υστέρημα, αθετώ, φτιάξιμο, απουσία, έλλειψη, θέλω, ανάγκη, λάθος, μειονέκτημα, ελάττωμα, λιμός, κακία, αθέτηση, ανηθικότητα, απορρίπτω, αποστατώ, έλλειψης, η έλλειψη, την έλλειψη