Branża στα ελληνικά
Μετάφραση: branża, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δουλειά, κλάδος, εμπόριο, επιχείρηση, επάγγελμα, δουλειές, επιτήδευμα, κλαδί, υπόθεση, υποκατάστημα, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bransoleta στα ελληνικά - βραχιόλι, μπρασελέ, βραχιόλι από
- bransoletka στα ελληνικά - βραχιόλι, μπρασελέ, βραχιόλι από
- branżowy στα ελληνικά - επαγγελματίας, επαγγελματικός, επιχείρηση, Επαγγελματικές, Business, Επιχειρήσεων, Επαγγελματικός
- brat στα ελληνικά - αδερφός, αδελφός, αδελφό, τον αδελφό, ο αδελφός
Τυχαίες λέξεις
Branża στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δουλειά, κλάδος, εμπόριο, επιχείρηση, επάγγελμα, δουλειές, επιτήδευμα, κλαδί, υπόθεση, υποκατάστημα, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών
Μεταφράσεις: δουλειά, κλάδος, εμπόριο, επιχείρηση, επάγγελμα, δουλειές, επιτήδευμα, κλαδί, υπόθεση, υποκατάστημα, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών